εὐφραντικά

εὐφραντικά
εὐφραντικός
cheering
neut nom/voc/acc pl
εὐφραντικά̱ , εὐφραντικός
cheering
fem nom/voc/acc dual
εὐφραντικά̱ , εὐφραντικός
cheering
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευφραντικά — Προϊόντα που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο, είτε γιατί περιέχουν ύλες με ευχάριστη οσμή ή γεύση και κάνουν τα φαγητά εύγεστα είτε γιατί περιέχουν ύλες που προκαλούν ευχάριστη διέγερση του νευρικού συστήματος. Στα προϊόντα αυτά κατατάσσονται τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”