- εὐφραντικά
- εὐφραντικόςcheeringneut nom/voc/acc plεὐφραντικά̱ , εὐφραντικόςcheeringfem nom/voc/acc dualεὐφραντικά̱ , εὐφραντικόςcheeringfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφραντικά — Προϊόντα που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο, είτε γιατί περιέχουν ύλες με ευχάριστη οσμή ή γεύση και κάνουν τα φαγητά εύγεστα είτε γιατί περιέχουν ύλες που προκαλούν ευχάριστη διέγερση του νευρικού συστήματος. Στα προϊόντα αυτά κατατάσσονται τα … Dictionary of Greek